- ομοτεχνώ
- ὁμοτεχνῶ, -έω (Α) [ομότεχνος]ασκώ την ίδια τέχνη, το ίδιο επάγγελμα, είμαι ομότεχνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοτέχνῳ — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)